ακανονάρχητος

ακανονάρχητος
ακανονάρχητος, -η, -ο και ακαλανάρχητος, -η, -ο
1. αυτός που ψάλλεται χωρίς κανονάρχημα: Έψελνε σ' όλη τη λειτουργία ακανονάρχητος.
2. αυτός που δε λέγεται ή δε γίνεται με την υπόδειξη άλλου: Αυτά που λέει, δεν τα λέει ακανονάρχητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακανονάρχητος — η, ο και ακαλανάρχητος, η, ο [κανοναρχώ] 1. (τροπάριο) που ψάλλεται χωρίς κανονάρχημα* 2. μτφ. εκείνος που δεν τού δίνουν μονότονες και ενοχλητικές παραινέσεις 3. μτφ. όποιος λέει κάτι χωρίς να τού τό υπαγορεύουν άλλοι …   Dictionary of Greek

  • ακαλανάρχητος — η, ο [καλαναρχώ] ο ακανονάρχητος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”